- κυκλάνεμον
- κυκλάνεμον, τό, κ. γυναικείοις, ἅπερ ἀνεμόσουριν (dub. sens.) καλοῦσιν, Olymp.in Mete.200.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυκλάνεμον — κυκλάνεμον, τὸ (Α) το ριπίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + ἄνεμος] … Dictionary of Greek
κυκλανέμοις — κυκλάνεμον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek